Γαέτα

Γαέτα
(Gaeta). Τοπωνύμια στην ακτή της Ιταλικής χερσονήσου, προς την πλευρά του Τυρρηνικού πελάγους. 1. Κόλπος που απλώνεται ΝΑ του ακρωτηρίου Τσιρτσέο (αρχ. Κιρκαίον) και φτάνει μέχρι το ακρωτήριο Μιζένο (Μισηνόν). Στον κόλπο αυτό εκβάλλουν πολλοί ποταμοί, όπως ο Βολτούρνο και ο Γκαριλιάνο, και στο άνοιγμα που σχηματίζει υπάρχει μια αλυσίδα νησιών: Τανόκε, Πόντζα και Παλμαρόλα, Βεντοτένε και Σαν Στέφανο (αρχ. Πανδιτουρίαι) και η Ίσκια (αρχ. Αιναρία ή Πιθηκούσα). 2. Λιμάνι, που βρίσκεται ανάμεσα στα ακρωτήρια Στεντάρτο και Σανίτα, και χωρίζεται σε τρία μικρότερα: το Μανιαμάνικα, το Πόρτα και το Στρατιωτικό. 3. Πόλη του νομού Καζέρτα. Λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης είχε ονομαστεί κλειδί του βασιλείου της Νάπολης. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, ιδρυτής της ήταν ο Αινείας και το 340 π.Χ. κυριεύτηκε από τους Ρωμαίους. Έως το 1435, οπότε κατακτήθηκε από τον βασιλιά της Νάπολης Αλφόνσο της Αραγονίας, ήταν υποτελής στον πάπα, ενώ από το 1500 και μετά κατελήφθη διαδοχικά από τους Γάλλους και τους Ισπανούς. Στη Γ. βρήκε καταφύγιο ο πάπας Πίος Θ’ όταν εκδηλώθηκε η επανάσταση στη Ρώμη, καθώς και ο βασιλιάς της Νάπολης Φραγκίσκος Β’, που οργάνωσε εκεί τον αγώνα του εναντίον της ένωσης των ιταλικών κρατιδίων. Άποψη του λιμανιού της Γαέτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • γαϊτανάκι — Χορός μεταμφιεσμένων την Αποκριά. Η λέξη προέρχεται από το όνομα της ιταλικής πόλης Γαέτα και σημαίνει λεπτό κορδόνι. Γ. ονομάζεται και τοπικός χορός της Μακεδονίας. * * * το 1. μικρό ή λεπτό γαϊτάνι 2. είδος χορού που εκτελείται τις Απόκριες από …   Dictionary of Greek

  • Κάσσιος — Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας, που αρχικά ανήκε στους πατρικίους και, αργότερα, στην τάξη των πληβείων. 1. Σπόριος Βικελίνος (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Διετέλεσε τρεις φορές ύπατος και ήταν συντάκτης του πρώτου αγροτικού νόμου. Στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • Λεοπόλδος — I (Leopold). Όνομα δύο αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής (Γερμανικής) αυτοκρατορίας, από τον οίκο των Αψβούργων. 1. Λ. A’ (Βιέννη 1640 – 1705). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1658 1705). Ήταν δευτερότοκος γιος… …   Dictionary of Greek

  • Όθων — I (Σάλτσμπουργκ Βαυαρίας 1815 – Βαμβέργη 1867). Βασιλιάς της Ελλάδας (1833 1862), δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’ και της Θηρεσίας, θυγατέρας του δούκα του Σάξεν Άλτενμπουργκ. Oρίστηκε βασιλιάς των Ελλήνων σε ηλικία 17… …   Dictionary of Greek

  • Ταρχανιώτης — Επώνυμο Βυζαντινών. Η οικογένεια Τ. ανέδειξε πολλούς συγγραφείς. Οι σπουδαιότεροι είναι: 1. Βασίλειος. Έζησε τον 11o αι. Ήταν επικεφαλής της δεξιάς φάλαγγας του στρατού του Μιχαήλ του Στρατιωτικού, στη μάχη που έγινε στη Νίκαια (1057) με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”